περιοδικός

περιοδικός
περιοδ-ικός, ή, όν,
A acquired in one's travels,

ἱστορία Ptol.Geog.1.2.2

.
II periodical,

ἀριθμὸς π. σελήνης Plu.2.1018d

;

ὧραι Vett.Val.243.13

; recurrent, intermittent,

νόσοι Chrysipp.Stoic.3.116

; ῥίγη, πυρετοί, Dsc.1.51, 3.81 ;

περιστάσεις Ptol.Tetr.54

([comp] Comp.);

πυρετοῦ λῆψις Tim.Lex.

s.v. καταβολή, cf. Harp., Suid., etc. Adv. -

κῶς Chrysipp.Stoic.3.117

, Herod.Med. ap. Orib.10.37.18, Procl. Inst.199, Aët.12.21.
III Rhet., periodic, κῶλα, συμμετρία, Demetr. Eloc.13,16 ;

σχῆμα Anon.Fig.p.112S.

Adv. -

κῶς, συγκεῖσθαι Demetr. Eloc.33

; λέγειν, ἑρμηνεύειν, Hermog.Inv.4.3,8.
IV π. μέτρον, i.e. a hexameter in which dactyls and spondees alternate, Ps.-Plu. Metr.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιοδικός — acquired in one s travels masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά χρονικά διαστήματα: Περιοδικός τύπος, το σύνολο των εντύπων που κυκλοφορούν όχι κάθε μέρα. – Περιοδικοί άνεμοι. 2. (μαθημ.), «περιοδικός αριθμός», αριθμός που στο δεκαδικό του μέρος επαναλαμβάνεται η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • περιοδικά — περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc pl περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc/acc dual περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικώτερον — περιοδικός acquired in one s travels adverbial comp περιοδικός acquired in one s travels masc acc comp sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικῶν — περιοδικός acquired in one s travels fem gen pl περιοδικός acquired in one s travels masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικόν — περιοδικός acquired in one s travels masc acc sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικαῖς — περιοδικός acquired in one s travels fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικαί — περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδικοῖς — περιοδικός acquired in one s travels masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”